Το Εργαστήριο μας πραγματοποιεί όλο το φάσμα των μοριακών εξετάσεων που απαιτεί η σύγχρονη Ιατρική με στόχο τον εντοπισμό της μετάλλαξης και κατά συνέπεια την εύρεση της καταλληλότερης θεραπείας για τον ασθενή.

Μεταλλάξεις
Ως μετάλλαξη χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε μεταβολή στην αλληλουχία των νουκλεοτιδίων στην αλυσίδα του DNA.
Οι μεταλλάξεις διακρίνονται σε μικρής κλίμακας (small-scale) και μεγάλης κλίμακας/ανασυνδυασμού (large-scale).

Οι μεταλλάξεις μικρής κλίμακας αφορούν ένα (μεταλλαγή σημείου/point mutation) ή μερικά νουκλεοτίδια και περιλαμβάνουν τα φαινόμενα της αντικατάστασης ενός νουκλεοτιδίου με ένα άλλο, της διαγραφής όπου ένα ή μερικά νουκλεοτίδια αφαιρούνται από το DNA και της εισαγωγής όπου ένα ή μερικά νουκλεοτίδια προστίθενται στο DNA.

Οι μεταλλάξεις μεγάλης κλίμακας αφορούν ευρείες μεταβολές στη χρωμοσωμική δομή και αφορούν ενισχύσεις ή διπλασιασμούς γονιδίων, χρωμοσομικές αντιστροφές όπου προκύπτει αντιστροφή του προσανατολισμού ενός τμήματος χρωμοσώματος, χρωμοσωμικές διακινήσεις όπου προκύπτει ανταλλαγή γενετικού υλικού ανάμεσα σε μη ομόλογα χρωμοσώματα καθώς και μεγάλης κλίμακας διαγραφές ή εισαγωγές νουκλεοτιδίων.

Μεθυλίωση
Η μεθυλίωση του DNA είναι ένας επιγενετικός μηχανισμός κατά τον οποίον προστίθενται μεθυλικές ομάδες στις κυτοσίνες στο DNA με αποτέλεσμα να συμπιέζεται η χρωματίνη και να καταστέλλεται η γονιδιακή έκφραση. Στα καρκινικά κύτταρα συνηθέστερα παρατηρείται υπερμεθυλίωση υποκινητών ογκο-κατασταλτικών γονιδίων με αποτέλεσμα την απενεργοποίησή τους.

Γαμετικές και Σωματικές Μεταλλάξεις

Οι γαμετικές μεταλλάξεις έχουν τη δυνατότητα να κληρονομηθούν καθώς η μεταλλαγή συμβαίνει είτε στο ωάριο είτε στο σπερματοζωάριο. 

Οι σωματικές μεταλλάξεις δεν κληρονομούνται και δεν ανευρίσκονται στα γεννητικά κύτταρα, ενώ προκύπτουν επίκτητα και σποραδικά στον πληθυσμό.

Η μοριακή παθολογία συνιστά τη χρήση μοριακών τεχνικών και δεικτών για την μελέτη ασθενειών.
Στην ιστοπαθολογία η μελέτη των μοριακών δεικτών συμπληρώνει την πληροφορία που παρέχεται από την ιστολογική εξέταση και χρησιμοποιείται για την εξατομίκευση της θεραπείας που θα ακολουθήσει ο ασθενής.

Εν γένει, η μελέτη των μοριακών δεικτών εξυπηρετεί τρείς σκοπούς, τη διάγνωση, την πρόγνωση και την πρόβλεψη, με αρκετούς δείκτες ωστόσο να παρουσιάζουν αλληλοεπικάλυψη και να συμβάλλουν σε περισσότερες από μία κατηγορία.

1) Αφορούν δείκτες οι οποίοι συνδράμουν στη διάγνωση

2) Στην παροχή και άντληση επιπλέον πληροφοριών οι οποίες θα συμβάλλουν στην ακριβέστερη διάγνωση.

3) Ολοένα αυξανόμενος αριθμός διαγνώσεων ορίζονται αποκλείστικα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ/WHO) με βάση το μοριακό τους προφίλ.

4) Ορισμένοι δείκτες βοηθούν στην ταυτοποίηση υποκείμενων οικογενειακών συνδρόμων.

Οι συγκεκριμένοι δείκτες παρέχουν επιπλέον πληροφορίες για την επιθετικότητα του όγκου και κατά συνέπεια για την πρόγνωση του ασθενούς.

Προκειμένου να είναι χρήσιμοι, πρέπει να παρέχουν επιπλέον προγνωστική πληροφορία πέραν αυτής που παρέχεται από την ανοσοϊστοχημική χρώση.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ανίχνευση ενός προγνωστικού παράγοντα μπορεί να επηρεάσει την απόφαση του ογκολόγου για το εαν θα δώσει συμπληρωματική χημειοθεραπεία στον ασθενή.
Για παράδειγμα, σε ασθενείς με καρκίνο μαστού η ανίχνευση υψηλού κινδύνου υποτροπής στο Oncotype Dx συνήθως θα προτρέψει τον ογκολόγο να προσφέρει συμπληρωματική χημειοθεραπεία στον ασθενή.

Οι προβλεπτικοί δείκτες κατά βάση προβλέπουν σε ποιες θεραπείες θα ανταποκριθεί ο όγκος.

Δείκτες που προβλέπουν την ανταπόκριση στη στοχευμένη θεραπεία.
Στοχεύοντας συγκεκριμένες μοριακές μεταβολές στα κύτταρα του όγκου, οι συγκεκριμένες θεραπείες έχουν ισχυρή δράση στα νεοπλασματικά κύτταρα, χωρίς παράλληλα να επιδρούν στα φυσιολογικά κύτταρα.
Η αγωγή συμπεριλαμβάνει:
1) Αναστολείς της τυροσινικής κινάσης
2) Αναστολείς της κινάσης της σερίνης/θρεονίνης
3) Αναστολείς της GTPασης
4) Μονοκλωνικά αντισώματα
5) Αναστολείς επιδιορθωτικών μηχανισμών του DNA (π.χ PARP inhibitors)

Η θεραπεία με τους παραπάνω φαρμακευτικούς παράγοντες βοηθά στην διατήρηση του καρκίνου ύπο έλεγχο και στην αποτροπή από περαιτέρω εξέλιξη και όχι στην ίασή του (cure).

Ωστόσο ο καρκίνος σταδιακά αποκτά αντίσταση στη θεραπεία (συνήθως 1 με 2 χρόνια από την έναρξή της):
1) Μπορεί να αναπτύξουν δευτερογενείς μεταλλαγές στο ίδιο γονίδιο που στοχεύεται
2) Μπορεί να αναπτύξουν άλλες μεταβολές στο γονίδιο που στοχεύεται (π.χ ενίσχυση)
3) Μπορεί να αναπτύξουν μοριακές μεταβολές σε μονοπάτια που παρακάμπτουν το γονίδιο που στοχεύεται.

Δείκτες που προβλέπουν την ανταπόκριση στην ανοσοθεραπεία

Η αγωγή με ανοσοθεραπευτικούς παράγοντες χειραγωγεί το ανοσοποιητικό σύστημα ώστε αυτό να στοχεύει τα κύτταρα του όγκου.
Τα σημεία ανοσιακού ελέγχου αποτελούν μόρια τα οποία εκφράζονται από κύτταρα του ανοσοποιητικού και μετριάζουν την ανοσολογική απόκριση.
Οι αναστολείς σημείων ελέγχου (ΑΣΕ) του ανοσοποιητικού συστήματος συνιστούν τύπο ανοσοθεραπείας που μπλοκάρει την λειτουργία των σημείων ανοσιακού ελέγχου. Ως αποτέλεσμα τα κύτταρα του όγκου να μην μπορούν να καταστείλουν την ανοσολογική απόκριση απέναντι στον όγκο και το ανοσοποιητικό σύστημα να στοχεύει τα νεοπλασματικά κύτταρα.
Οι ΑΣΕ βοηθούν στο να διατηρείται το νεόπλασμα ύπο έλεγχο, ωστόσο ολοένα αυξανόμενες αναφορές στη βιβλιογραφία αναφέρουν και θετικά αποτελέσματα στη θεραπεία του μεταστατικού καρκίνου.
Ορισμένοι δείκτες που συμβάλλουν στην πρόβλεψη της ανταπόκρισης στην ανοσοθεραπεία συμπεριλαμβάνουν:
1) Τον έλεγχο έκφρασης του PDL-1 με τη χρήση ανοσοϊστοχημείας (π.χ μη μικροκυτταρικό καρκίνο πνεύμονα (NSCLC), πλακώδες καρκίνωμα κεφαλής-τραχήλου, ουροθηλιακό καρκίνωμα, τριπλά αρνητικό καρκίνο μαστού, καρκίνο οισοφάγου)
2) Τον έλεγχο βλαβών των πρωτεϊνών του μηχανισμού επιδιόρθωσης και διατήρησης του DNA (MMR), όπως αυτές παρατηρούνται στον καρκίνο του παχέος εντέρου, στον καρκίνο του ενδομητρίου, σε καρκίνους του ανώτερου γαστρεντερικού συστήματος και στους καρκίνους του παγκρεατοχολικού συστήματος.
3) Την μέτρηση του μεταλλαγμένου φορτίου του όγκου (TMB) το οποίο αναφέρεται στην καταμέτρηση του αριθμού των μεταλλάξεων που φέρουν τα καρκινικά κύτταρα.

Μοριακές Εξετάσεις